- υποβάλλω
- υπόβαλα και υπέβαλα, υποβλήθηκα, υποβλημένος1. βάζω κάτι στην κρίση ή έγκριση κάποιου, προτείνω, παρουσιάζω: Υποβάλλω πρόταση.2. εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί κάτι: Υποβλήθηκε σε έξοδα.3. μτφ., υπαγορεύω σε κάποιον τις σκέψεις ή τη θέλησή μου, εμπνέω σε κάποιον την εκτέλεση πράξης: Του υπέβαλε να δώσει εξετάσεις στο πανεπιστήμιο.4. υπαγορεύω στους ηθοποιούς το κείμενο έργου σε παράσταση ή δοκιμή, εκτελώ το έργο θεατρικού υποβολέα (βλ. λ.).5. (νομ.), βάζω κάτι πλασματικό στη θέση γνήσιου.6. το μέσ., υποβάλλομαι πετυχαίνω αυθυποβολή (βλ. λ.) ή είμαι δεκτικός υποβολής (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.